υπερεπαινώ

υπερεπαινώ
ὑπερεπαινῶ, -έω, ΝΑ
επαινώ υπέρμετρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερεπαινῶ — ὑπερεπαινέω praise above measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερεπαινέω praise above measure pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπερεπαινέω praise above measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερεπαινέω praise above… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογκώνω — και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, όω) [όγκος (Ι)] αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ. β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να… …   Dictionary of Greek

  • υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”